- απόλουση
- Τελετή της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, συνέχεια του μυστηρίου του βαπτίσματος. Ο νέος χριστιανός ραίνεται από τον ιερέα με το αγιασμένο νερό και σκουπίζεται στα κυριότερα μέλη του σώματός του. Παλαιότερα, η τελετή αυτή γινόταν μία εβδομάδα μετά τη βάπτιση, στη διάρκεια της οποίας ο νεοφώτιστος ενήλικος χριστιανός μελετούσε τις Γραφές.
Dictionary of Greek. 2013.