απόλουση

απόλουση
Τελετή της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, συνέχεια του μυστηρίου του βαπτίσματος. Ο νέος χριστιανός ραίνεται από τον ιερέα με το αγιασμένο νερό και σκουπίζεται στα κυριότερα μέλη του σώματός του. Παλαιότερα, η τελετή αυτή γινόταν μία εβδομάδα μετά τη βάπτιση, στη διάρκεια της οποίας ο νεοφώτιστος ενήλικος χριστιανός μελετούσε τις Γραφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπολούσῃ — ἀπόλλυμι destroy utterly fut part act fem dat sg (attic epic) ἀπολούσηι , ἀπόλουσις ablution fem dat sg (epic) ἀπολούω wash off aor subj mid 2nd sg ἀπολούω wash off aor subj act 3rd sg ἀπολούω wash off fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοράνι — Το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού, για το οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκε από τον Θεό στον Μωάμεθ, μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η ονομασία Κ. ή Κοράνιο (αραβικά Κουράν, Qur’an) προέρχεται από το αραβικό ρήμα κάρα, που σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”